Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Μ Ο Ρ Ν Α


Σκοτάδι. Αυτή είναι η λέξη που μπορεί να περιγράψει πληρέστερα το μέρος που βρίσκομαι, ή μάλλον, το μέρος που βρήκα τον εαυτό μου. Δεν είναι το σκοτάδι εκείνο που υπάρχει όταν σβήνεις το φως. Είναι ένα άλλο σκοτάδι, πιο ατόφιο, πιο υπαρκτό, εκείνο που αποκτά δική του μορφή και σχήμα και καταβροχθίζει το φως. Το σκοτάδι που καταβροχθίζει τα πάντα.
Μέσα από το σκοτάδι πού και πού ξεχωρίζουν διάφορα: ένας δρόμος κάτω από τα πόδια μου, καναδυο σπίτια λίγο πιο μακριά. Σπίτια παλιά κι έρημα, και δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ πού είναι οι κάτοικοί τους. Άραγε φοβήθηκαν το σκοτάδι κι έφυγαν μακριά ή τους πρόλαβε και τους κατάπιε;
Οσμίζομαι τον αέρα. Δε μυρίζω φόβο κι αυτό με φοβίζει πιο πολύ. Δε μυρίζω θάνατο και πανικοβάλλομαι. Αυτό μονάχα ένα μπορεί να σημαίνει: ότι ό,τι κι αν υπήρξε εδώ πέρα, έχει πεθάνει ήδη, έχει ανακυκλωθεί, έγινε κι αυτό σκοτάδι. Δεν έχει μείνει τίποτα ανθρώπινο πίσω, κάτι που να μαρτυρά ότι κάποτε είχε σάρκα και κόκαλα. Σαν το υπερφυσικό να ρούφηξε αυτό το χωριό απαλά κι ανώδυνα, σαν μάνα που νανουρίζει το παιδί στην αγκαλιά της κι έπειτα το στραγγαλίζει.
Ο θάνατος, αν όντως ήρθε, ήρθε γλυκά σαν έρωτας. Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα.

Σε αυτό τον καταπιώνα περιπλανιέμαι όλες τις τελευταίες μέρες. Ο αέρας μπάζει από το παράθυρα τον σπιτιών κι όλο το χωριό ηχεί σαν ξεκούρδιστη κιθάρα. Αόρατα χέρια προσπαθούν να με γραπώσουν μέσα από τα δέντρα, καταφέρνω να γλιτώσω το τελευταίο δευτερόλεπτο, αν υπάρχουν δευτερόλεπτα εδώ. Και το βράδυ – όταν πιστέυω ότι έχει έρθει το βράδυ – μόνο τότε αφήνω τον εαυτό μου να χαλαρώσει και τα γόνατά μου να λυγίσουν μέσα στο σκοτάδι.
Στο λήθαργο παραπαίουν αναμνήσεις· γεννιούνται ερωτήματα: Άραγε ζω; είμαι αυτός που νομίζω ότι είμαι; Ένιωσα ποτέ, γέλασα, έκλαψα, φίλησα; Χόρεψα; Κάτι θυμάμαι. Αλλά μπορεί και να μην είναι αλήθεια.
Κάτι μπορεί να είχα υπάρχει κι εγώ.

Σε μια περιπλάνησή μου το σκοτάδι μού αποκαλύπτει κάτι λευκό. Πλησιάζω. Το νιώθω κρύο στο άγγιγμά μου. Το σχήμα του κυλινδρικό. Το αγκαλιάζω με τα δάχτυλά μου κι ανεβαίνω όλο και πιο ψηλά. Ο κύλινδρος τελειώνει και καταλήγει σε ένα ορθογώνιο. Μια πινακίδα. Διώχνω με τα χέρια μου το σκοτάδι, είναι πηχτό, δυσκολεύομαι, μπορώ να δω μόνο ένα-ένα τα γράμματα, πρώτα το μι, μετά ένα όμικρον, κι έπειτα ρο, νι, άλφα.

Μ Ο Ρ Ν Α

Η καρδιά μου παγώνει, είναι ευχάριστο, γιατί έχω καρδιά και μπορεί να παγώσει. Δεν είμαι νεκρός – όχι ακόμα. Αγκαλιάζω το τρέμουλο· είμαι ζωντανός, ζωντανός, ζωντανός.

Λίγο πιο μακριά ακούγεται το αλύχτημα ενός λύκου. Γελάω. Αλυχτά ξανά. Σχηματίζω τον ήχο με τα χείλη μου, ένα άλφα που σιγά σιγά κλείνει μέχρι να γίνει ου. Ήχος, φυσικά, δε βγαίνει. Αλλά για μια στιγμή γίνομαι λύκος κι εγώ.

Στο σκοτάδι τρεμοπαίζει κάτι φωτεινό· δύο κίτρινες κουκίδες. Άραγε να είναι ο άγριος καινούριος μου σύντροφος; Άραγε να 'ρχεται να μου δώσει το δώρο του θανάτου;
Έλα, σπλαχνικέ μου φίλε. Είμαι έτοιμος.

Το αλύχτημα σκεπάζεται από έναν άλλο ήχο · αυτόν του λάστιχου στην άσφαλτο. Τα κίτρινα μάτια μεγαλώνουν κι αποκτάνε πρόσωπο, μεταλλικό, ορθογώνιο. Δεν μπορώ να δω άλλο- τόσο φως σε τόσο σκοτάδι με τυφλώνει.

“Μπες μέσα”, ακούγεται μια φωνή που την ξέρω από παλιά. Ο πατέρας της Νατάσσας. “Μπες, και θα στα εξηγήσω όλα.”
 

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Μίλησα


Δεν ήταν έυκολο να φύγω, ούτε να γυρίσω πάλι, αλλά έπρεπε να γίνει. Ίσως ακούγεται μελοδραματικό, αλλά συνέβησαν τόσα πολλά που δύσκολα θα μπορούσε να αντέξει κάποιος, πόσο μάλλον αν ήταν σπασμένος.

Έφυγα λοιπόν και ξαναγύρισα. Δεν μπορούσα να δω για καιρό κόσμο, κανέναν απολύτως. Ούτε να ακούσω, πιο πολύ να ακούσω. Ούτε άνθρωπο άντεχα, ούτε ζώο, ούτε καν τον ίδιο τον αέρα. Ο,τιδήποτε μπορούσε να παράξει ήχο είχε γίνει εχθρός μου πια. Όσο υπήρχαν ήχοι δεν ήμουν ασφαλής.

Τις μέρες κρυβόμουν σε διάφορα ερημικά μέρη, παλιά σπίτια και καταχωνιασμένα υπόγεια. Έβγαινα τα βράδια, μόνος στην ήσυχη νύχτα, όταν όλοι κοιμούνται. Μόνο τότε μπορούσα να σκεφτώ, ψηλαφώντας τη λιωμένη κασέτα, αναρωτώμενος αν υπήρξε ποτέ κάποια κανονική κασέτα, αν έγιναν ποτέ αυτά που έζησα ή αν τα ονειρεύτηκα. Ένα ταξίδι που το είχα κάνει πολλές φορές με το μυαλό μου ή στον ύπνο μου, όμως τώρα ήταν κάτι διαφορετικό, Τώρα το έκανα με το υλικό μου σώμα κι έχοντας πλήρη επίγνωση.

Περιπλανήθηκα σε κοιμώμενες πόλεις, έκατσα σε όχθες ποταμών, ξάπλωσα σε φρεσκοσκαμμένους τάφους. Ήταν ένα επώδυνο μάθημα, αλλά έπρεπε να τα μάθω όλα πάλι από την αρχή.

Κάποια στιγμή έγινε. Μίλησα.

Δεν ξέρω τι είπα. Δεν είναι ότι δε θυμάμαι, είναι ότι δεν ξέρω τι είπα. Δεν είναι ότι δεν έβγαινε νόημα. Είναι ότι δεν ξέρω. Μίλησα, όμως. Για μια στιγμή, για μια μικρή στιγμή, μίλησα. Δεν κράτησε πολύ για να το νιώσω. Ίσα ίσα που ένιωσα παράξενα, σαν να μην ήμουν εγώ. Είχα συνηθίσει πια τον τρελό, μουγγό εαυτό μου κι ήταν κάτι τόσο διαφορετικό!

Ούτε η φωνή μου θυμάμαι πώς ήταν.

Σημασία είχε, όμως, ότι η απομόνωσή μου είχε τελειώσει.

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

Πού είσαι;



Καλησπέρα σας. Αυτό το ποστ δεν είναι από τον Ευαγόρα αλλά από εμένα, τη Νατάσα, την κοπέλα στης οποίας το σπίτι έμενε τον τελευταίο καιρό. Λέω έμενε, γιατί εδώ και κανένα μήνα ο Ευαγόρας δε μένει πια μαζί μας. Ένα πρωί μάζεψε τα πράγματά του και έφυγε ξαφνικά, χωρίς καμια προειδοποίηση. Δεν ήξερα τι έγινε και μετά από πολλές προσπάθειες επικοινωνίας μαζί του πήρα το θάρρος να μπω στο λογαριασμό του για να δω αν είχε κάποιο e-mail που θα με βοηθούσε να καταλάβω τι είχε γίνει. Δε βρήκα κάτι, αλλά βρήκα το τελευταίο draft σε αυτό εδώ το blog, ένα αποθηκευμένο κείμενο που ο Ευαγόρας ξεκίνησε να γράφει λίγες ώρες πριν φύγει από εδώ. Το ανεβάζω μόνο και μόνο για να μοιραστώ με όσους τον διαβάζετε κάποια πληροφορία που ίσως σε κάποιον από εσάς δώσει κάποια ιδέα για το πού μπορεί να βρίσκεται ο Ευαγόρας και το τι να έχει συμβεί.

Προσπαθώ να καταλάβω. Ακόμα και τώρα που έγιναν τόσα πολλά, τώρα που κάθομαι να γράψω, προσπαθώ να καταλάβω.
Η κασέτα παίζει ανάποδα. Το ΑΤΕΣΑΚ.
Ήχοι και σπαραγμένες συλλαβές που προσπαθούν να σχηματίσουν λέξεις.
ΗΜΟΥΝ ΓΕΡΟ ΟΤΑΝ ΘΥΜΑ ΠΑΙΔΙ ΕΙΧΑ ΕΝΑΝ ΑΠΟ ΒΙΑΣΜΟΥ ΠΕΣΕΙ
Πιάνω χαρτί και μολύβι.
Το νόημα, όχι.

Δυο μέρες μετά, ο άνθρωπος πίσω από τους Τhis Is Past, το συγκρότημα που έφτιαξε την κασέτα, δέχεται επιτέλους να με δει μετά από πολλές προσπάθειες να έρθω σε επαφή μαζί του. Φαντάζομαι ότι έγινα μάλλον φορτικός, αλλά χρειάζομαι κάποιες απαντήσεις που μόνο αυτός μπορεί να δώσει.
Διαβάζει τα post-it που του δίνω με τρεμάμενα χέρια. Όταν τελειώνει την ανάγνωση με κοιτά, και δεν ξέρω αν το βλέμμα του κρύβει κοροϊδία, ενόχληση ή οίκτο.
Το βλέμμα αυτό κρατά για λίγα δευτερόλεπτα. Μου φαίνονται αιώνες.
Ευαγόρα.... Η κασέτα που είχα στείλει σε εκείνη τη διεύθυνση... Ήταν λιωμένη.”

Κοιμάμαι. Στο όνειρό μου πάω να βάλω την κασέτα στο κασετόφωνο, αλλά δε χωράει γιατί είναι πολύ μεγάλη. Συνεχίζω να προσπαθώ, αλλά μάταια. Στο τέλος σπάει το κασετόφωνο.

Ξυπνάω. Τρέχω να βρω την κασέτα. Κι έντρομος συνειδητοποιώ ότι ίσως ακόμα να είμαι στο όνειρο, ή ίσως όλη η ως τώρα πραγματικότητα να ήταν όνειρο, ή ίσως κι εγώ ο ίδιος να είμαι όνειρο.
Η κασέτα είναι όντως λιωμένη...

Και δεν ξέρω τι να κάνω, παρά μόνο γράφω και παράλληλα σκέφτομαι. Οι λέξεις βγαίνουν μόνες τους, αυτόματα, για να κάνουν χώρο να καθαρίσει το μυαλό μου, να τακτοποιήσει τις σκέψεις που το βομβαρδίζουν από χίλιες μεριές. Ίσως μόνο έτσι να μπορώ να βρω τη

Εδώ τελειώνει, ή μάλλον κόβεται το κείμενο. Ίσως ο Ευαγόρας να κατάλαβε τι γινόταν όσο έγραφε τις λέξεις που μόλις διαβάσατε. Είτε κατάλαβε, όμως, είτε όχι, αρνήθηκε να το μοιραστεί μαζί μου, τον άνθρωπο με τον οποίο έζησε μεγάλο μέρος αυτής της περιπέτειας. Ίσως να πίστεψε ότι όλο αυτό ήταν κάτι προσωπικό, κάτι αυστηρά δικό του. Δε γνωρίζω, κι ίσως να μην το μάθω ποτέ. Αυτό που ξέρω, όμως, είναι ότι ο Κακός Γέρος δεν είναι κάτι προσωπικό. Ο Κακός Γέρος μπορεί να κυνηγήσει τον καθένα μας. Ο Κακός Γέρος δεν είναι φαντασία ή ψευδαίσθηση. Ο Κακός Γέρος υπάρχει, είναι εδώ και παραμονεύει.

Ευαγόρα, αν το διαβάζεις αυτό, σε παρακαλώ επικοινώνησε μαζί μου. Ανησυχώ.


N.

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

ΑΤΕΣΑΚ


Χάθηκα ξανά. Το ξέρω. Αλλά δε με ενδιαφέρει πια. Είναι όλα πολύ σχετικά, εξάλλου. Μπορεί να μην το καταλαβαίνεις, ανώνυμε φίλε μου (αν υπάρχεις), αλλά αν δεις όλα αυτά που είδα και ζήσεις όλα αυτά που έζησα, θα καταλάβεις ότι σχεδόν τίποτα δεν έχει σημασία σε αυτό που λέμε “ο κόσμος που ζούμε”. Υπάρχουν αμέτρητα πέπλα από πίσω, πέπλα που αν τα σηκώσεις θα μείνεις έκπληκτος με αυτά που θα βρεις από κάτω, είτε είναι τα παιδικά σου όνειρα είτε οι χειρότεροι σου εφιάλτες.
Τα πάντα βρίσκονται εκεί. Παραμονεύουν να σηκώσεις το πέπλο. Εκείνες τις στιγμές ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο, στις κίτρινες και μπλε κηλίδες που αστράφτουν πίσω από τα κλειστά σου βλέφαρα. Εκεί που αφήνεις τον εαυτό σου και γίνεσαι ένα με το χάος. Εκεί που καταλαβαίνεις ότι πίσω από αυτό το γκρίζο χαρτί που ονομάζεις από κάποια άφατη σύμβαση Πραγματικότητα, βρίσκονται οι αόρατοι Κόσμοι.
Είμαι εκεί εδώ και μέρες. Στο γκρίζο χαρτί της δικής μου “Πραγματικότητας”, τα πάντα έχουν γίνει ένα παιδικό σκίτσο. Πόσο μπορεί να σε πληγώσει ένα κακοφτιαγμένο ανθρωπάκι; Δε με αγγίζει τίποτα. 'Ολα φαίνονται πολύ μικρά μπροστά σε αυτά που πρέπει να γίνουν. Μπροστά στην Αιώνια Μάχη με τον Κακό Γέρο, το Κακό, το Κτήνος.
Τον είδα, εκεί στους Κόσμους. Σκυφτό, όπως σε εκείνη τη στάση του λεωφορείου στο όνειρό μου, πριν τόσο καιρό (αλήθεια, πόσο καιρό; έχει σημασία; μήπως κι αυτό που λέμε Χρόνος δεν είναι μια απλή γραμμή στο σκίτσο που ζούμε;). Αυτή τη φορά, όμως, δεν ήταν όνειρο. Αυτή τη φορά ήμουν εκεί με σάρκα και οστά, πλήρως συνειδητά, κι έτυχε να ανταμώσουν φευγαλέα οι δρόμοι μας. Είχε βγει για το κυνήγι του. Δε με κατάλαβε. Σίγουρα για αυτόν παραμένω ένα τίποτα, πιστεύει πως ήδη μου έκανε μεγάλο κακό και δε θα τολμήσω να τον αντιμετωπίσω. Ότι φοβάμαι μη χάσω και άλλα πράγματα. Δεν ξέρει, όμως, πως ένας άνθρωπος που έχει χάσει τα πάντα δε σταματά πουθενά.
Ήταν τρομακτική η όψη του από κοντά. Το βρώμικο παλτό του ακούμπησε φευγαλέα στο χέρι μου κι ένιωσα μεμιάς όλη τη φρίκη του κόσμου, λες κι εκείνο το άγγιγμα να ήταν φτιαγμένο από παιδικούς εφιάλτες. Τα μάτια του έμοιαζαν κενά, μα στο βάθος τους αντιφέγγιζε κάτι μαύρο και σκοτεινό, σαν το κακό που παραμονεύει. Αυτός είναι το Κακό, και παραμονεύει.
Και είδα και το Δόντι. Ένα μακρύ, σουβλερό δόντι που προεξείχε από το πάνω χείλος του κι έφτανε μέχρι το πηγούνι του. Δεν το είχα δει την πρώτη φορά, ίσως επειδή τότε το σκέπαζε με το χέρι του. Ή ίσως επειδή φοβόμουν και δεν ήθελα να το δω. Αλλά εκείνη τη φορά ήμουν έτοιμος.
“Με αυτό, με αυτό μας σκότωσε”, είχε ψιθυρίσει τρομαγμένη η μικρή.
“Μη φοβάσαι.”

Και τώρα ξέρω τι έχω να αντιμετωπίσω. Γυρνάω στους Κόσμους και μαζεύω ιστορίες, μιλάω με τα νεκρά παιδιά, θεραπεύω, όταν μπορώ, τις ψυχές τους για να ησυχάσουν. Καμιά φορά τα βλέπω και τελείως ξύπνιος, όταν για παράδειγμα, περπατάω στο δρόμο. Όχι πως έχει και μεγάλη διαφορά από το να βλέπω τους ζωντανούς. Το κακό έχει εισχωρήσει τόσο βαθιά που δεν έχουν μεγάλη διαφορά τα βλέμματα. Απλώς οι νεκροί ξέρουν ότι είναι νεκροί.

Ίσως για αυτό να αποφάσισα να δώσω στη Νατάσα ακόμη μια ευκαιρία. Παρά την παράνοιά της είναι ίσως ο πιο ζωντανός άνθρωπος που ξέρω. Ζει την κάθε στιγμή με όλο της το είναι, άγρια, σαν να είναι η τελευταία στιγμή της ζωής της. Απλά σταμάτησα να της μιλάω για όλο αυτό. Αρκούμαι στο να της δίνω να καταλάβει πως είμαι κουρασμένος και πως ψάχνω έναν τρόπο για να ξαναβρώ τη φωνή μου – και μέχρι εκεί. Και σε όλη αυτή την παράνοια με τον πατέρα της κρατάω μια ουδέτερη στάση. Ξέρω πως τους χρησιμοποιώ και με στενοχωρεί αυτό, αλλά δεν μπορώ προς το παρόν να κάνω κάτι άλλο. Και θα στενοχωρηθώ ακόμα πιο πολύ όταν θα έρθει η στιγμή που θα τους χρησιμοποιήσω με χειρότερο τρόπο, αλλά δυστυχώς φαίνεται να είναι αναπόφευκτο.

Αναπόφευκτο. Περίεργη λέξη. Ακόμη δεν κατάλαβα αν υπάρχει αυτό που λέμε ελεύθερη βούληση ή αν όλα είναι προκαθορισμένα. Ούτε στα Πέπλα μπορεί κανείς να βρει την απάντηση. Αλλά θα πω κάτι, ανώνυμε φίλε, και πίστεψέ με: καθετί έχει ένα αποτέλεσμα. Καθετί σε οδηγεί κάπου. Ίσως να μην ξέρεις πού ακριβώς, αλλά την απάντηση τη βρίσκεις αργά ή γρήγορα. Έτσι έγινε και με μένα. Όλα όσα έχω ζήσει με οδηγούν σε ένα μόνο πράγμα: να πολεμήσω τον Κακό Γέρο με οποιοδήποτε τίμημα. Να ελευθερώσω τα παιδιά και να πάρω πίσω τη φωνή μου. Και αντίστροφα: το ότι έχασα τη φωνή μου ήταν η αιτία που μπορώ τώρα να πολεμήσω τον Κακό Γέρο. Γιατί βρήκα τι είναι το Ατέσακ, και σε αυτό με οδήγησε το ότι έχω χάσει τη φωνή μου.

Προσπαθούσα να θυμηθώ πώς ήταν η φωνή μου. Ήταν άραγε βαριά και βροντερή ή μειλίχια και γελαστή; Ήμουν δικηγόρος. Οι δικηγόροι υποτίθεται ότι έχουν σίγουρες φωνές, γιατί πρέπει να παρουσιάσουν την αλήθεια, όποια κι αν είναι η εκάστοτε αλήθεια τους. Κι εγώ κάπως έτσι πρέπει να έλεγα τις δικές μου αλήθειες. Αλλά τελικά, ποιες ήταν αυτές; Και τι είδους φωνή τις πρόφερε; Αυτό το ερώτημα με βασάνιζε, δεν μπορούσα να το αφήσω πίσω μου σαν όλα τα άλλα προβλήματα. Η φωνή είναι ένα κομμάτι του εαυτού κι ένιωθα πως είχα χάσει κάτι από τον εαυτό μου...

Έχανα τον ύπνο μου και δεν μπορούσα να ησυχάσω. Στο τέλος, τόλμησα και πήγα κρυφά στο σπίτι μου. Ευτυχώς ήταν άδειο, δεν το είχαν νοικιάσει σε άλλον, δεν είχαν αλλάξει καν κλειδαριά. Το σπίτι φαινόταν συμμαζεμένο, μάλλον η μάνα μου πήγαινε και το φρόντιζε, ίσως από τύψεις, ίσως, ήλπιζε, όπως κάθε μάνα, πως όλα θα φτιάξουν. Και σε ένα ντουλάπι βρήκα μια κασέτα ηχογράφησης.
Με τρεμάμενα χέρια την έβαλα στο κασετόφωνο. Ήταν μια κασέτα που είχα ηχογραφήσει ένα χρόνο πριν πάρω πτυχίο, ήμουν με κάτι φίλους, μεθυσμένοι, και λέγαμε αηδίες. Είχαμε θεωρήσει ότι θα ήταν πολύ καλή ιδέα να αποτυπώσουμε τις ποτισμένες με αλκοόλ σκέψεις μας στην αιωνιότητα.
Πάτησα το play.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι με πιθανότητα που προσεγγίζει τη βεβαιότητα....ΠΩΣ ΓΑΜΙΕΤΑΙ Η ΜΑΝΑ ΣΟΥ!”
Είσαι μαλάκας εκ προθέσεως, Ευαγόρα Κόκκινε!”
Η κασέτα γέμισε νεανικά, ξέγνοιαστα, ανυποψίαστα γέλια.

Με πιθανότητα που προσεγγίζει τη βεβαιότητα.
Γαμιέται η μάνα σου.

Η φωνή μου, τόσο δική μου μα όχι δική μου. Αρκετά νεότερη, μεθυσμένη, αλλοιωμένη από το χρόνο, αιχμαλωτισμένη σε ένα μηχάνημα. Δεν την θυμόμουν έτσι. Για την ακρίβεια, δεν θυμόμουν πώς τη θυμόμουν. Σίγουρα πάντως, δεν τη θυμόμουν έτσι, και δεν τη θυμόμουν όπως θα τη θυμόταν κάποιος άλλος. Αλλιώς ακούει κάποιος τη φωνή του ο ίδιος, αλλιώς την ακούνε οι γύρω του, αλλιώς την ακούει από κάποιο τεχνητό μέσο. Κι εκεί ένιωσα να με διαπερνούν ρίγη, γιατί αν δε θυμόμουν πώς ήταν η φωνή μου, κι αν ήμουν ο μοναδικός που μπορούσα να ακούσω τη φωνή μου έτσι όπως την άκουγα και την ένιωθα αληθινή, τότε είχε χαθεί στη λήθη · δεν είχε υπάρξει ποτέ πραγματικά. Γιατί η αλήθεια είναι η θύμηση, όπως το λέει η ίδια η λέξη, που αποτελείται από το “α” στερητικό και λήθη. Κι αν είχα ξεχάσει πώς ήταν η φωνή μου, είχα τελικά ποτέ φωνή; Ή είχα γεννηθεί μουγκός και το ότι μιλούσα κάποτε ήταν ένα θολό όνειρο; Κι αν τελικά η φωνή μου ήταν ένα κομμάτι του εαυτού μου, το είχα χάσει ή δεν το είχα ποτέ; Μήπως ήμουν απο πάντα μισερός; Μήπως – και σε αυτή τη συνειδητοποίηση άρχισα να τρέμω – μήπως δεν είχα υπάρξει ποτέ;

Πάτησα το stop. Μετά πάλι το play. Stop. Play. Stop. Play. Η κασέτα σταμάτησε. Απόγνωση. Stop. Play. Η κασέτα μάσησε. Άρχισα να γελάω. Η κασέτα χάλασε και πηρε μαζι της τη φωνη μου για παντα η κασετα η πουτανα η κασετα η κασετακασετακασετακασετακ
Α Τ Ε Σ Α Κ

Όλα σε οδηγούν κάπου.

Στο σπίτι της Νατάσας έβαλα την κασέτα να παίζει. Όχι εκείνη από το σπίτι μου. Την άλλη, των This Is Past.
Την έβαλα να παίξει ανάποδα.
Μόνο No Words δεν ήταν...