Σκοτάδι. Αυτή είναι η λέξη που μπορεί να περιγράψει πληρέστερα το μέρος
που βρίσκομαι, ή μάλλον, το μέρος που βρήκα τον εαυτό μου. Δεν είναι το
σκοτάδι εκείνο που υπάρχει όταν σβήνεις το φως. Είναι ένα άλλο σκοτάδι,
πιο ατόφιο, πιο υπαρκτό, εκείνο που αποκτά δική του μορφή και σχήμα και
καταβροχθίζει το φως. Το σκοτάδι που καταβροχθίζει τα πάντα.
Μέσα από το σκοτάδι πού και πού ξεχωρίζουν διάφορα: ένας δρόμος κάτω από τα πόδια μου, καναδυο σπίτια λίγο πιο μακριά. Σπίτια παλιά κι έρημα, και δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ πού είναι οι κάτοικοί τους. Άραγε φοβήθηκαν το σκοτάδι κι έφυγαν μακριά ή τους πρόλαβε και τους κατάπιε;
Οσμίζομαι τον αέρα. Δε μυρίζω φόβο κι αυτό με φοβίζει πιο πολύ. Δε μυρίζω θάνατο και πανικοβάλλομαι. Αυτό μονάχα ένα μπορεί να σημαίνει: ότι ό,τι κι αν υπήρξε εδώ πέρα, έχει πεθάνει ήδη, έχει ανακυκλωθεί, έγινε κι αυτό σκοτάδι. Δεν έχει μείνει τίποτα ανθρώπινο πίσω, κάτι που να μαρτυρά ότι κάποτε είχε σάρκα και κόκαλα. Σαν το υπερφυσικό να ρούφηξε αυτό το χωριό απαλά κι ανώδυνα, σαν μάνα που νανουρίζει το παιδί στην αγκαλιά της κι έπειτα το στραγγαλίζει.
Ο θάνατος, αν όντως ήρθε, ήρθε γλυκά σαν έρωτας. Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα.
Σε αυτό τον καταπιώνα περιπλανιέμαι όλες τις τελευταίες μέρες. Ο αέρας μπάζει από το παράθυρα τον σπιτιών κι όλο το χωριό ηχεί σαν ξεκούρδιστη κιθάρα. Αόρατα χέρια προσπαθούν να με γραπώσουν μέσα από τα δέντρα, καταφέρνω να γλιτώσω το τελευταίο δευτερόλεπτο, αν υπάρχουν δευτερόλεπτα εδώ. Και το βράδυ – όταν πιστέυω ότι έχει έρθει το βράδυ – μόνο τότε αφήνω τον εαυτό μου να χαλαρώσει και τα γόνατά μου να λυγίσουν μέσα στο σκοτάδι.
Στο λήθαργο παραπαίουν αναμνήσεις· γεννιούνται ερωτήματα: Άραγε ζω; είμαι αυτός που νομίζω ότι είμαι; Ένιωσα ποτέ, γέλασα, έκλαψα, φίλησα; Χόρεψα; Κάτι θυμάμαι. Αλλά μπορεί και να μην είναι αλήθεια.
Κάτι μπορεί να είχα υπάρχει κι εγώ.
Σε μια περιπλάνησή μου το σκοτάδι μού αποκαλύπτει κάτι λευκό. Πλησιάζω. Το νιώθω κρύο στο άγγιγμά μου. Το σχήμα του κυλινδρικό. Το αγκαλιάζω με τα δάχτυλά μου κι ανεβαίνω όλο και πιο ψηλά. Ο κύλινδρος τελειώνει και καταλήγει σε ένα ορθογώνιο. Μια πινακίδα. Διώχνω με τα χέρια μου το σκοτάδι, είναι πηχτό, δυσκολεύομαι, μπορώ να δω μόνο ένα-ένα τα γράμματα, πρώτα το μι, μετά ένα όμικρον, κι έπειτα ρο, νι, άλφα.
Μ Ο Ρ Ν Α
Η καρδιά μου παγώνει, είναι ευχάριστο, γιατί έχω καρδιά και μπορεί να παγώσει. Δεν είμαι νεκρός – όχι ακόμα. Αγκαλιάζω το τρέμουλο· είμαι ζωντανός, ζωντανός, ζωντανός.
Λίγο πιο μακριά ακούγεται το αλύχτημα ενός λύκου. Γελάω. Αλυχτά ξανά. Σχηματίζω τον ήχο με τα χείλη μου, ένα άλφα που σιγά σιγά κλείνει μέχρι να γίνει ου. Ήχος, φυσικά, δε βγαίνει. Αλλά για μια στιγμή γίνομαι λύκος κι εγώ.
Στο σκοτάδι τρεμοπαίζει κάτι φωτεινό· δύο κίτρινες κουκίδες. Άραγε να είναι ο άγριος καινούριος μου σύντροφος; Άραγε να 'ρχεται να μου δώσει το δώρο του θανάτου;
Έλα, σπλαχνικέ μου φίλε. Είμαι έτοιμος.
Το αλύχτημα σκεπάζεται από έναν άλλο ήχο · αυτόν του λάστιχου στην άσφαλτο. Τα κίτρινα μάτια μεγαλώνουν κι αποκτάνε πρόσωπο, μεταλλικό, ορθογώνιο. Δεν μπορώ να δω άλλο- τόσο φως σε τόσο σκοτάδι με τυφλώνει.
“Μπες μέσα”, ακούγεται μια φωνή που την ξέρω από παλιά. Ο πατέρας της Νατάσσας. “Μπες, και θα στα εξηγήσω όλα.”
Μέσα από το σκοτάδι πού και πού ξεχωρίζουν διάφορα: ένας δρόμος κάτω από τα πόδια μου, καναδυο σπίτια λίγο πιο μακριά. Σπίτια παλιά κι έρημα, και δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ πού είναι οι κάτοικοί τους. Άραγε φοβήθηκαν το σκοτάδι κι έφυγαν μακριά ή τους πρόλαβε και τους κατάπιε;
Οσμίζομαι τον αέρα. Δε μυρίζω φόβο κι αυτό με φοβίζει πιο πολύ. Δε μυρίζω θάνατο και πανικοβάλλομαι. Αυτό μονάχα ένα μπορεί να σημαίνει: ότι ό,τι κι αν υπήρξε εδώ πέρα, έχει πεθάνει ήδη, έχει ανακυκλωθεί, έγινε κι αυτό σκοτάδι. Δεν έχει μείνει τίποτα ανθρώπινο πίσω, κάτι που να μαρτυρά ότι κάποτε είχε σάρκα και κόκαλα. Σαν το υπερφυσικό να ρούφηξε αυτό το χωριό απαλά κι ανώδυνα, σαν μάνα που νανουρίζει το παιδί στην αγκαλιά της κι έπειτα το στραγγαλίζει.
Ο θάνατος, αν όντως ήρθε, ήρθε γλυκά σαν έρωτας. Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα.
Σε αυτό τον καταπιώνα περιπλανιέμαι όλες τις τελευταίες μέρες. Ο αέρας μπάζει από το παράθυρα τον σπιτιών κι όλο το χωριό ηχεί σαν ξεκούρδιστη κιθάρα. Αόρατα χέρια προσπαθούν να με γραπώσουν μέσα από τα δέντρα, καταφέρνω να γλιτώσω το τελευταίο δευτερόλεπτο, αν υπάρχουν δευτερόλεπτα εδώ. Και το βράδυ – όταν πιστέυω ότι έχει έρθει το βράδυ – μόνο τότε αφήνω τον εαυτό μου να χαλαρώσει και τα γόνατά μου να λυγίσουν μέσα στο σκοτάδι.
Στο λήθαργο παραπαίουν αναμνήσεις· γεννιούνται ερωτήματα: Άραγε ζω; είμαι αυτός που νομίζω ότι είμαι; Ένιωσα ποτέ, γέλασα, έκλαψα, φίλησα; Χόρεψα; Κάτι θυμάμαι. Αλλά μπορεί και να μην είναι αλήθεια.
Κάτι μπορεί να είχα υπάρχει κι εγώ.
Σε μια περιπλάνησή μου το σκοτάδι μού αποκαλύπτει κάτι λευκό. Πλησιάζω. Το νιώθω κρύο στο άγγιγμά μου. Το σχήμα του κυλινδρικό. Το αγκαλιάζω με τα δάχτυλά μου κι ανεβαίνω όλο και πιο ψηλά. Ο κύλινδρος τελειώνει και καταλήγει σε ένα ορθογώνιο. Μια πινακίδα. Διώχνω με τα χέρια μου το σκοτάδι, είναι πηχτό, δυσκολεύομαι, μπορώ να δω μόνο ένα-ένα τα γράμματα, πρώτα το μι, μετά ένα όμικρον, κι έπειτα ρο, νι, άλφα.
Μ Ο Ρ Ν Α
Η καρδιά μου παγώνει, είναι ευχάριστο, γιατί έχω καρδιά και μπορεί να παγώσει. Δεν είμαι νεκρός – όχι ακόμα. Αγκαλιάζω το τρέμουλο· είμαι ζωντανός, ζωντανός, ζωντανός.
Λίγο πιο μακριά ακούγεται το αλύχτημα ενός λύκου. Γελάω. Αλυχτά ξανά. Σχηματίζω τον ήχο με τα χείλη μου, ένα άλφα που σιγά σιγά κλείνει μέχρι να γίνει ου. Ήχος, φυσικά, δε βγαίνει. Αλλά για μια στιγμή γίνομαι λύκος κι εγώ.
Στο σκοτάδι τρεμοπαίζει κάτι φωτεινό· δύο κίτρινες κουκίδες. Άραγε να είναι ο άγριος καινούριος μου σύντροφος; Άραγε να 'ρχεται να μου δώσει το δώρο του θανάτου;
Έλα, σπλαχνικέ μου φίλε. Είμαι έτοιμος.
Το αλύχτημα σκεπάζεται από έναν άλλο ήχο · αυτόν του λάστιχου στην άσφαλτο. Τα κίτρινα μάτια μεγαλώνουν κι αποκτάνε πρόσωπο, μεταλλικό, ορθογώνιο. Δεν μπορώ να δω άλλο- τόσο φως σε τόσο σκοτάδι με τυφλώνει.
“Μπες μέσα”, ακούγεται μια φωνή που την ξέρω από παλιά. Ο πατέρας της Νατάσσας. “Μπες, και θα στα εξηγήσω όλα.”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου