Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

ΑΤΕΣΑΚ


Χάθηκα ξανά. Το ξέρω. Αλλά δε με ενδιαφέρει πια. Είναι όλα πολύ σχετικά, εξάλλου. Μπορεί να μην το καταλαβαίνεις, ανώνυμε φίλε μου (αν υπάρχεις), αλλά αν δεις όλα αυτά που είδα και ζήσεις όλα αυτά που έζησα, θα καταλάβεις ότι σχεδόν τίποτα δεν έχει σημασία σε αυτό που λέμε “ο κόσμος που ζούμε”. Υπάρχουν αμέτρητα πέπλα από πίσω, πέπλα που αν τα σηκώσεις θα μείνεις έκπληκτος με αυτά που θα βρεις από κάτω, είτε είναι τα παιδικά σου όνειρα είτε οι χειρότεροι σου εφιάλτες.
Τα πάντα βρίσκονται εκεί. Παραμονεύουν να σηκώσεις το πέπλο. Εκείνες τις στιγμές ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο, στις κίτρινες και μπλε κηλίδες που αστράφτουν πίσω από τα κλειστά σου βλέφαρα. Εκεί που αφήνεις τον εαυτό σου και γίνεσαι ένα με το χάος. Εκεί που καταλαβαίνεις ότι πίσω από αυτό το γκρίζο χαρτί που ονομάζεις από κάποια άφατη σύμβαση Πραγματικότητα, βρίσκονται οι αόρατοι Κόσμοι.
Είμαι εκεί εδώ και μέρες. Στο γκρίζο χαρτί της δικής μου “Πραγματικότητας”, τα πάντα έχουν γίνει ένα παιδικό σκίτσο. Πόσο μπορεί να σε πληγώσει ένα κακοφτιαγμένο ανθρωπάκι; Δε με αγγίζει τίποτα. 'Ολα φαίνονται πολύ μικρά μπροστά σε αυτά που πρέπει να γίνουν. Μπροστά στην Αιώνια Μάχη με τον Κακό Γέρο, το Κακό, το Κτήνος.
Τον είδα, εκεί στους Κόσμους. Σκυφτό, όπως σε εκείνη τη στάση του λεωφορείου στο όνειρό μου, πριν τόσο καιρό (αλήθεια, πόσο καιρό; έχει σημασία; μήπως κι αυτό που λέμε Χρόνος δεν είναι μια απλή γραμμή στο σκίτσο που ζούμε;). Αυτή τη φορά, όμως, δεν ήταν όνειρο. Αυτή τη φορά ήμουν εκεί με σάρκα και οστά, πλήρως συνειδητά, κι έτυχε να ανταμώσουν φευγαλέα οι δρόμοι μας. Είχε βγει για το κυνήγι του. Δε με κατάλαβε. Σίγουρα για αυτόν παραμένω ένα τίποτα, πιστεύει πως ήδη μου έκανε μεγάλο κακό και δε θα τολμήσω να τον αντιμετωπίσω. Ότι φοβάμαι μη χάσω και άλλα πράγματα. Δεν ξέρει, όμως, πως ένας άνθρωπος που έχει χάσει τα πάντα δε σταματά πουθενά.
Ήταν τρομακτική η όψη του από κοντά. Το βρώμικο παλτό του ακούμπησε φευγαλέα στο χέρι μου κι ένιωσα μεμιάς όλη τη φρίκη του κόσμου, λες κι εκείνο το άγγιγμα να ήταν φτιαγμένο από παιδικούς εφιάλτες. Τα μάτια του έμοιαζαν κενά, μα στο βάθος τους αντιφέγγιζε κάτι μαύρο και σκοτεινό, σαν το κακό που παραμονεύει. Αυτός είναι το Κακό, και παραμονεύει.
Και είδα και το Δόντι. Ένα μακρύ, σουβλερό δόντι που προεξείχε από το πάνω χείλος του κι έφτανε μέχρι το πηγούνι του. Δεν το είχα δει την πρώτη φορά, ίσως επειδή τότε το σκέπαζε με το χέρι του. Ή ίσως επειδή φοβόμουν και δεν ήθελα να το δω. Αλλά εκείνη τη φορά ήμουν έτοιμος.
“Με αυτό, με αυτό μας σκότωσε”, είχε ψιθυρίσει τρομαγμένη η μικρή.
“Μη φοβάσαι.”

Και τώρα ξέρω τι έχω να αντιμετωπίσω. Γυρνάω στους Κόσμους και μαζεύω ιστορίες, μιλάω με τα νεκρά παιδιά, θεραπεύω, όταν μπορώ, τις ψυχές τους για να ησυχάσουν. Καμιά φορά τα βλέπω και τελείως ξύπνιος, όταν για παράδειγμα, περπατάω στο δρόμο. Όχι πως έχει και μεγάλη διαφορά από το να βλέπω τους ζωντανούς. Το κακό έχει εισχωρήσει τόσο βαθιά που δεν έχουν μεγάλη διαφορά τα βλέμματα. Απλώς οι νεκροί ξέρουν ότι είναι νεκροί.

Ίσως για αυτό να αποφάσισα να δώσω στη Νατάσα ακόμη μια ευκαιρία. Παρά την παράνοιά της είναι ίσως ο πιο ζωντανός άνθρωπος που ξέρω. Ζει την κάθε στιγμή με όλο της το είναι, άγρια, σαν να είναι η τελευταία στιγμή της ζωής της. Απλά σταμάτησα να της μιλάω για όλο αυτό. Αρκούμαι στο να της δίνω να καταλάβει πως είμαι κουρασμένος και πως ψάχνω έναν τρόπο για να ξαναβρώ τη φωνή μου – και μέχρι εκεί. Και σε όλη αυτή την παράνοια με τον πατέρα της κρατάω μια ουδέτερη στάση. Ξέρω πως τους χρησιμοποιώ και με στενοχωρεί αυτό, αλλά δεν μπορώ προς το παρόν να κάνω κάτι άλλο. Και θα στενοχωρηθώ ακόμα πιο πολύ όταν θα έρθει η στιγμή που θα τους χρησιμοποιήσω με χειρότερο τρόπο, αλλά δυστυχώς φαίνεται να είναι αναπόφευκτο.

Αναπόφευκτο. Περίεργη λέξη. Ακόμη δεν κατάλαβα αν υπάρχει αυτό που λέμε ελεύθερη βούληση ή αν όλα είναι προκαθορισμένα. Ούτε στα Πέπλα μπορεί κανείς να βρει την απάντηση. Αλλά θα πω κάτι, ανώνυμε φίλε, και πίστεψέ με: καθετί έχει ένα αποτέλεσμα. Καθετί σε οδηγεί κάπου. Ίσως να μην ξέρεις πού ακριβώς, αλλά την απάντηση τη βρίσκεις αργά ή γρήγορα. Έτσι έγινε και με μένα. Όλα όσα έχω ζήσει με οδηγούν σε ένα μόνο πράγμα: να πολεμήσω τον Κακό Γέρο με οποιοδήποτε τίμημα. Να ελευθερώσω τα παιδιά και να πάρω πίσω τη φωνή μου. Και αντίστροφα: το ότι έχασα τη φωνή μου ήταν η αιτία που μπορώ τώρα να πολεμήσω τον Κακό Γέρο. Γιατί βρήκα τι είναι το Ατέσακ, και σε αυτό με οδήγησε το ότι έχω χάσει τη φωνή μου.

Προσπαθούσα να θυμηθώ πώς ήταν η φωνή μου. Ήταν άραγε βαριά και βροντερή ή μειλίχια και γελαστή; Ήμουν δικηγόρος. Οι δικηγόροι υποτίθεται ότι έχουν σίγουρες φωνές, γιατί πρέπει να παρουσιάσουν την αλήθεια, όποια κι αν είναι η εκάστοτε αλήθεια τους. Κι εγώ κάπως έτσι πρέπει να έλεγα τις δικές μου αλήθειες. Αλλά τελικά, ποιες ήταν αυτές; Και τι είδους φωνή τις πρόφερε; Αυτό το ερώτημα με βασάνιζε, δεν μπορούσα να το αφήσω πίσω μου σαν όλα τα άλλα προβλήματα. Η φωνή είναι ένα κομμάτι του εαυτού κι ένιωθα πως είχα χάσει κάτι από τον εαυτό μου...

Έχανα τον ύπνο μου και δεν μπορούσα να ησυχάσω. Στο τέλος, τόλμησα και πήγα κρυφά στο σπίτι μου. Ευτυχώς ήταν άδειο, δεν το είχαν νοικιάσει σε άλλον, δεν είχαν αλλάξει καν κλειδαριά. Το σπίτι φαινόταν συμμαζεμένο, μάλλον η μάνα μου πήγαινε και το φρόντιζε, ίσως από τύψεις, ίσως, ήλπιζε, όπως κάθε μάνα, πως όλα θα φτιάξουν. Και σε ένα ντουλάπι βρήκα μια κασέτα ηχογράφησης.
Με τρεμάμενα χέρια την έβαλα στο κασετόφωνο. Ήταν μια κασέτα που είχα ηχογραφήσει ένα χρόνο πριν πάρω πτυχίο, ήμουν με κάτι φίλους, μεθυσμένοι, και λέγαμε αηδίες. Είχαμε θεωρήσει ότι θα ήταν πολύ καλή ιδέα να αποτυπώσουμε τις ποτισμένες με αλκοόλ σκέψεις μας στην αιωνιότητα.
Πάτησα το play.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι με πιθανότητα που προσεγγίζει τη βεβαιότητα....ΠΩΣ ΓΑΜΙΕΤΑΙ Η ΜΑΝΑ ΣΟΥ!”
Είσαι μαλάκας εκ προθέσεως, Ευαγόρα Κόκκινε!”
Η κασέτα γέμισε νεανικά, ξέγνοιαστα, ανυποψίαστα γέλια.

Με πιθανότητα που προσεγγίζει τη βεβαιότητα.
Γαμιέται η μάνα σου.

Η φωνή μου, τόσο δική μου μα όχι δική μου. Αρκετά νεότερη, μεθυσμένη, αλλοιωμένη από το χρόνο, αιχμαλωτισμένη σε ένα μηχάνημα. Δεν την θυμόμουν έτσι. Για την ακρίβεια, δεν θυμόμουν πώς τη θυμόμουν. Σίγουρα πάντως, δεν τη θυμόμουν έτσι, και δεν τη θυμόμουν όπως θα τη θυμόταν κάποιος άλλος. Αλλιώς ακούει κάποιος τη φωνή του ο ίδιος, αλλιώς την ακούνε οι γύρω του, αλλιώς την ακούει από κάποιο τεχνητό μέσο. Κι εκεί ένιωσα να με διαπερνούν ρίγη, γιατί αν δε θυμόμουν πώς ήταν η φωνή μου, κι αν ήμουν ο μοναδικός που μπορούσα να ακούσω τη φωνή μου έτσι όπως την άκουγα και την ένιωθα αληθινή, τότε είχε χαθεί στη λήθη · δεν είχε υπάρξει ποτέ πραγματικά. Γιατί η αλήθεια είναι η θύμηση, όπως το λέει η ίδια η λέξη, που αποτελείται από το “α” στερητικό και λήθη. Κι αν είχα ξεχάσει πώς ήταν η φωνή μου, είχα τελικά ποτέ φωνή; Ή είχα γεννηθεί μουγκός και το ότι μιλούσα κάποτε ήταν ένα θολό όνειρο; Κι αν τελικά η φωνή μου ήταν ένα κομμάτι του εαυτού μου, το είχα χάσει ή δεν το είχα ποτέ; Μήπως ήμουν απο πάντα μισερός; Μήπως – και σε αυτή τη συνειδητοποίηση άρχισα να τρέμω – μήπως δεν είχα υπάρξει ποτέ;

Πάτησα το stop. Μετά πάλι το play. Stop. Play. Stop. Play. Η κασέτα σταμάτησε. Απόγνωση. Stop. Play. Η κασέτα μάσησε. Άρχισα να γελάω. Η κασέτα χάλασε και πηρε μαζι της τη φωνη μου για παντα η κασετα η πουτανα η κασετα η κασετακασετακασετακασετακ
Α Τ Ε Σ Α Κ

Όλα σε οδηγούν κάπου.

Στο σπίτι της Νατάσας έβαλα την κασέτα να παίζει. Όχι εκείνη από το σπίτι μου. Την άλλη, των This Is Past.
Την έβαλα να παίξει ανάποδα.
Μόνο No Words δεν ήταν...