Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

Ψυχη



Έχω μέρες να γράψω πάλι. Δεν είχα διάθεση. Δεν πάει πολύς καιρός που ένιωθα ότι δεν ήμουν μόνος, αλλά οι ελπίδες μου αποδείχτηκαν φρούδες. Το μαγαζί του πατέρα της Νατάσας μπορεί να αποτελεί το μόνο μου καταφύγιο, και τους είμαι απείρως ευγνώμων για αυτό, αλλά πάνε μέρες τώρα που άρχισα να νιώθω ότι το να ζω με αυτούς τους ανθρώπους γίνεται δυσκολότερο μέρα με τη μέρα. Πως η ζωή γίνεται δυσκολότερη μέρα με τη μέρα. Πού ήμουν και πού βρίσκομαι. Πώς έχει καταρρεύσει όλη μου η πραγματικότητα, αν μπορώ τελικά να πω ότι υπάρχει αυτό που λέμε πραγματικότητα. Αν το ποτήρι που βλέπω είναι όντως γυάλινο και πως, αν σπάσει, θα με κόψει. Γιατί τελικά τα πράγματα που δεν σπάνε εύκολα είναι αυτά που σε πληγώνουν περισσότερο.
Η Νατάσα είναι σπασμένη. Δεν το είχα αντιληφθεί, αλλά ό,τι κι αν είναι αυτό που περνάει, την έχει καταβάλει σε μέγιστο βαθμό. Δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ να την εμπιστευτώ. Σίγουρα έχει καλή πρόθεση, αν έχει πρόθεση αυτό το άγριο, κατατρεγμένο πλάσμα που λειτουργεί μόνο με το ένστικτό της υπό το καθεστώς φόβου, σαν ένα αγρίμι που οσμίζεται τον κίνδυνο και το μόνο που κυριεύει το μυαλό του είναι το πώς θα γλιτώσει. Δεν ξέρω από τι προσπαθεί να γλιτώσει, από τι εφιάλτες παλεύει να ξεφύγει με νύχια και με δόντια, ίσως να μην είναι καν οι δικοί μου εφιάλτες, αλλά σίγουρα τόσο άλογη συμπεριφορά βάζει και τους δυο μας σε κίνδυνο. Συνέχεια λέει -με τον τρόπο της, πάντα, τις εικόνες που φτιάχνει στον υπολογιστή, ότι μας παρακολουθούν, και μετά από λίγο μου στέλνει μηνύματα στο internet που μπορεί να δει ο οποιοσδήποτε. Υποστηρίζει πως πρέπει να έχουμε τα μάτια μας δεκατέσσερα, αλλά τα δικά της μάτια τα σκεπάζει μια βαριά κουρτίνα τρόμου. Κι όταν χάνεται μέσα σε εκείνη την κουρτίνα, εκείνες τις άγριες στιγμές, μπήγει τα νύχια της στο μπράτσο μου και σχηματίζει με τα χείλη της τις συλαβές “Α-ΤΕ-ΣΑ-Κ”. Μάλλον εννοεί την κασέτα των This Is Past, αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα μπορούσε να βοηθήσει σ' αυτή τη φάση, πέρα από το να ηρεμεί.
Το Ατέσακ. Το Δόντι. Το τρομαγμένο βλέμμα. Μέρα με τη μέρα χάνεται στους λαβυρίνθους των εμμονών της, δεν μπορώ να την εμπιστευτώ πια. Εκείνη, ακόμα χειρότερα: δεν εμπιστεύεται τον ίδιο της τον πατέρα. Έχει σταματήσει ακόμα και να τον κοιτάει, και κάθε φορά που προσπαθώ να του γράψω κάτι για να του πω, ορμάει και μου σκίζει τα χαρτιά. Στο μυαλό της έχει γίνει ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Πιστεύει ότι κάτι κρύβει, ότι μας σκάβει το λάκκο, και πραγματικά πιστεύω ότι μοιράζεται αυτές τις σκέψεις μαζί μου μόνο επειδή νιώθει ότι είμαι λιγότερο απειλητικός από τον πατέρα της.
Ο πατέρας της. Μέσα σε αυτό το σπίτι, είναι η μοναδική φωνή της λογικής. Είναι η μοναδική φωνή, γενικώς. Και κατά συνέπεια, η μεγαλύτερη πηγή της λύπης μου. Πριν λίγες μέρες, με ξύπνησε το τραγούδι του. Ήταν στο μπάνιο και ξυριζόταν. Τραγουδούσε ένα παλιό τραγούδι και ένας μεγάλος κόμπος ανέβηκε στο λαιμό μου. Όχι επειδή το τραγούδι μου θύμισε κάτι, αλλά επειδή εγώ δεν μπορώ να τραγουδήσω πια. Κι αυτός ο κόμπος όλο και μεγάλωνε μέσα στο λαιμό μου, που έκρυψα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι κι άφησα τα δάκρυα να τρέξουν ελεύθερα, σαν μικρό παιδί. Πρέπει να έκλαιγα πολλή ώρα. Στο τέλος, όπως και τόσες άλλες φορές, ο ύπνος έγινε το μοναδικό μου καταφύγιο.
Έτσι, ενώ τις τελευταίες μέρες είχα καταφέρει να γραπωθώ από τον ξύπνιο, πιστεύοντας ότι είναι η μοναδική, αληθινή πραγματικότητα, αποσύρθηκα ξανά στο λήθαργο. Ήταν πιο ασφαλές για το μυαλό μου. Ακόμα και τα πιο αποτρόπαια όνειρα είχα αρχίσει να τα συνηθίζω πια: όταν βλέπεις συνέχεια το ίδιο και το ίδιο, παύει πια να σε τρομάζει τόσο. Συμφιλιώνεσαι. Κι είναι πιο εύκολο να συμφιλιωθείς με το όνειρο τελικά, παρά με ό,τι συμβαίνει γύρω σου.
Κοιμόμουν για να ξεφύγω. Και ξέφευγα. Ονειρευόμουν, δε θυμάμαι τι, δεν έχουν σημασία πολλά όνειρα. Το καθόριζα εγώ πια. Μόνο μια μορφή δεν μπόρεσα να ξορκίσω. Αυτή του μικρού κοριτσιού, εκείνου που είχε πέσει πάνω μου σε εκείνο το σοκάκι. Τότε νόμιζα ότι ήμουν ξύπνιος και κοιμόμουν. Τώρα σαν να γινόταν το αντίθετο. Κοιμόμουν, μα το σώμα μου δούλευε πιο πυρετωδώς από ποτέ.
Ονειροβατούσα κι υπνοβατούσα, και η συντρόφισσά μου, πάντα σιωπηλή, ερχόταν κι έφευγε, συνοδεύοντάς με σε νυχτερινές περιπλανήσεις, Περπατήσαμε όλη την Αθήνα, γεμάτη φαντάσματα, τρομακτικά πλάσματα της νύχτας και του φόβου, τσακισμένα σώματα από τη μανία μιας φρενήρους ζωής. Έχω βρει τον εαυτό μου να ξυπνάει στα πιο άκυρα σημεία. Σε ένα κατουρημένο σοκάκι στη Σολωμού, στα Εξάρχεια, όπου οι ψυχές των ναρκομανών κλαίνε γοερά. Στα Αναφιώτικα, φωσφορίζοντα από τις πάμπολλες μαγικές σφραγίδες των μάγων. Στο Μαρούσι, γεμάτο νυχιές που αφήνουν τα πλάσματα της νύχτας. Και σε όλα αυτά τα νυχτερινά ταξίδια μαζί μου η μικρή, η οποία έφευγε λίγο πριν ξυπνήσω, λίγο μετά το Αγκάλιασμα, όταν έπεφτε πάνω μου όπως σε εκείνο το σοκάκι, και κολλούσε το άμορφο στόμα της στο μέτωπό μου και με άφηνε ξέπνοο, σχεδόν μισοπεθαμένο, χαμένο σε μια Αθήνα που έβλεπα πρώτη φορά στην ονειρική της διάσταση.
Διώκτης; Σύμμαχος; Δεν το ήξερα. Αν ήθελε να με σκοτώσει, μπορούσε να το κάνει: τα όνειρα ήταν δικό της βασίλειο πολύ περισσότερο από ό,τι δικό μου. Αν ήθελε να με βασανίσει, κι αυτό της ήταν πολύ εύκολο. Μα το δάγκωμά της, αν μπορεί να δαγκώσει ένα στόμα χωρίς χείλη, μου προκαλούσε μόνο ένα τσίμπημα και λίγη εξάντληση. Σε λίγες ώρες ήμουν πολύ καλύτερα. Τότε, τι ήθελε λοιπόν;
Κι ήρθε η χτεσινή νύχτα. Το κοριτσάκι είχε πια στόμα. Ένα στόμα που ίσως να έμοιαζε και με το δικό μου. Και μιλούσε όπως όλα τα στόματα στα όνειρα, ακατάληπτα για κάποιον που ακούει ένα όνειρο, αλλά πέρα ως πέρα κατανοητό για αυτόν που το έζησε, ή απλά ξέρει να ακούει...
“Εψαχ νακερώ μέχρινα σεβρώ. Σιχόρα μεάνσε πόναισσα, ίτανο μο νοστρόπος. Ογέρος....”
Κι οι λέξεις αρχίζουν να αποκτούν νόημα.
“Ήταν το κακό σαν άνθρωπος και μετά, αφού πέθανε. Όλα μας πεθάναμε. Μας σκότωσε αυτός, όσο ζούσε. Μας έκανε πολύ άσχημα πράγματα και μετά μας σκότωσε, ένα προς ένα. Και δε μας άφησε να ησυχάσουμε ούτε και μετά το θάνατο. Ήτανε μάγος, ήξερε πράγματα. Έμαθε πώς να κυριεύει τους νεκρούς. Κι όταν τον έπιασαν και τον κρέμασαν, έζησε ξανά. Τώρα σκοτώνει αλλιώς. Δεν μπορεί να κυνηγήσει όπως παλιά, γιατί δεν έχει σώμα. Αλλά παρασιτεί με την ψυχή των ανθρώπων. Στέλνει εμάς και τους πίνουμε λίγο από την ψυχή τους και μετά τη δίνουμε σε αυτόν. Έτσι ζει τόσα χρόνια. Άλλοι από εμάς τον βοηθάνε, γιατί φοβούνται ή γιατί έμαθαν να τους αρέσει, κι αυτοί είναι οι πιο δυνατοί. Άλλοι, όσοι πρόλαβαν κι ένιωσαν αγάπη, αντιστέκονται, αλλά αυτοι είναι οι πιο αδύναμοι και τους έχει πάρει το στόμα. Εμένα μου το ξανάδωσε, γιατί τον ξεγέλασα ότι μου αρέσει. Αλλά έκανα ψέματα. Μάζευα λίγο από τις ψυχές των ανθρώπων, αλλά όχι για να τους σκοτώσω, αλλά να τις δώσω σε αυτόν που θα μας σώσει, όταν θα τον έβρισκα. Και τελικά τον βρήκα. Σε βρήκα...”
Άνοιξε το στόμα της και φύσηξε μέσα στο δικό μου. Στον ουρανίσκο μου, η μυρωδιά του τριαντάφυλλου σκεπάστηκε από σταλαγματιές ψυχών, ανθρώπων που ζούσαν ή είχαν πεθάνει, ανθρώπων που περπατούσαν και ανέπνεαν, έπαιρναν το μετρό, πήγαιναν στη δουλειά ή τραγουδούσαν, ανθρώπων που αγχώνονταν κι έτρεχαν, που έτρωγαν ή διάβαζαν, ανθρώπων που γελούσαν και έκλαιγαν, που αγαπούσαν και μισούσαν, ψυχές από αθρώπους που ζούσαν, λίγο από την ψυχή ενός παιδιού, ενός δικηγόρου, ενός παπά, ενός τραγουδιστή ή μιας δασκάλας, λίγο από την ψυχή τη δική της, τη δική μου, τη δική σου, λίγο από όλης της ανθρωπότητας.
Κι οι σταλαγματιές κρυστάλλωσαν μέσα μου, πάγωσα για λίγο, τις ένιωσα, με ένιωσαν· είχε έρθει η ώρα να ξυπνήσω και πάλι.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Δεν είμαι μόνος




Έχω καιρό να γράψω. Δεν ξέρω καν αν πρέπει να γράψω, να βγάλω από μέσα μου όλα όσα σκέφτομαι και όλα όσα έγιναν. Δεν ξέρω καν τι μπορεί να γίνει αν διαβάσουν αυτές τις λέξεις αυτοί που με κυνηγάνε. Γιατί, πλέον, με κυνηγάνε. Κρύβομαι, γιατί είμαι πια και επισήμως τρελός.
Γιατί γράφω, τότε; Είναι απλό: γιατί σε αυτό το χάος που λέγεται Διαδίκτυο μπορώ να νιώσω ασφαλής, όσο ειρωνικό κι αν ακούγεται. Γιατί είναι ο μόνος τρόπος που μπορώ να βγάλω ό,τι έχω μέσα μου. Για να θυμάμαι. Κι ελπίζω ότι ίσως βρεθεί κάποιος που δε θα με θεωρήσει τρελό, κάποιος που ίσως και να με καταλάβει. Κάποιος που ίσως να έχει ζήσει αυτή τη φρίκη και ο ίδιος.
Ελπίζω. Μπορώ πια να ελπίζω. Εκείνη τη νύχτα – την Κόκκινη Νύχτα, εκείνη τη νύχτα που τα χέρια μου έτρεμαν βουτηγμένα στο κόκκινο, δεν ήλπιζα, ο απόηχος της ελπίδας φάνταζε μια απλησίαστη πολυτέλεια. Κι όμως, πυροδοτήθηκε μια αλυσιδωτή έκρηξη γεγονότων που μου έμαθε κάτι βασικό: πως είσαι μονος όταν νιώθεις ότι δεν είσαι μόνος και πως, όταν έχεις εγκαταλείψει πια κάθε ελπίδα, δεν είσαι μόνος.
Πώς αλλιώς να εξηγήσω το ότι η ίδια μου η μάνα με έκλεισε στο ψυχιατρείο; Τι κι αν δεν ήταν αίμα αυτό στα χέρια μου την Κόκκινη Νύχτα; Είχα επιτεθεί σε μια γυναίκα, είπανε, είχα πέσει όλος πάνω της μες στη νύχτα, γεμάτος κόκκινη μπογιά, την γράπωσα κι άρχισα, είπανε, να ζωγραφίζω πάνω της σύμβολα ακατάληπτα. Γρύλιζα, είπανε. Δεν το αμφισβητώ. Στο δέρμα της φαίνονταν ακόμα αχνές κοκκινίλες, όταν φώναζε στον αστυνομικό “Αυτός είναι!”. Τα μάτια της ένας τρόμος. Δεν πρόλαβα καν να αντιδράσω, να θυμώσω, να την λυπηθώ, να προσπαθήσω να εξηγήσω. Να θυμηθώ.
Τώρα πια, φυσικά, την λυπάμαι. Είναι κι αυτή ένα θύμα του κακού που πλανιέται, ίσως το μόνο που τη γλίτωσε τόσο φτηνά. Οι άλλοι την πληρώσαμε χειρότερα. Ήρθε το κακό κι έκατσε πάνω μας, μας πήρε τη φωνή και δε μας ακούει κανείς. Κι αν μας ακούει, ακούει ψέματα. Όπως ο διευθυντής του τμήματος, που έκατσα και του τα έγραψα όλα με χαρτί και μολύβι. Διάβασε ψέματα. Με έστειλε στο ψυχιατρείο.
Εκεί ήταν που, ανάμεσα στα σπασμωδικά γέλια και τα απλανή βλέμματα των τροφίμων, ανάμεσα στα δικά μου ρίγη και όνειρα, γεμάτα παιδιά και αίματα, γνώρισα τη Νατάσα. Κι αυτή τρελή. Κι αυτή μουγκή, σαν και μένα.Στην αρχή δεν την παρατήρησα καν. Καθόταν κουλουριασμένη σε μια γωνιά, ένα κουβάρι από σάρκα, κουρέλια και λαδωμένα μαλλιά, και ατένιζε με πυρετικό βλέμμα το άπειρο. Άραγε έτσι φαινόμουν κι εγώ στους γύρω μου; Σε ένα φωτεινό διάλειμμα διαύγειας, ένα από τα ελάχιστα που μπόρεσε να αρθρώσει ολόκληρη πρόταση, ο διπλανός μου, μου έπιασε το χέρι και με το άλλο την έδειξε: “Εσύ χωρίς φωνή. Κι εκείνη, το Παρελθόν”. Προσπάθησα να τον ρωτήσω κι άλλα, αλλά ξαναχάθηκε στους ομιχλώδεις δρόμους του ντελιρίου του.
Έτσι ξεκίνησε μια περίεργη σχέση ανάμεσα σε μένα και το μουγκό κορίτσι. Το ότι ήμασταν και οι δύο χωρίς φωνή δε μας πτόησε. Ούτως ή αλλως δεν είχαμε και πολλά να πούμε. Κατά έναν περίεργο, μα πολύ απλό τρόπο μπορούσαμε να καταλάβουμε ο ένας τον άλλο με ένα μόνο βλέμμα. Και πριν τέσσερις νύχτες καταφέραμε να το σκάσουμε.
Τέσσερις μέρες είμαστε εδώ, στο καμαράκι πίσω από το μαγαζί του πατέρα της. Με το που το είδα, σκοτεινό και μισοκρυμμένο, φτιαγμένο λες για να διώχνει τους υποψήφιους πελάτες, τα κομμάτια του παζλ άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους: το ότι η Νατάσα έχει χάσει κι αυτή τη φωνή της. Τα λόγια του διπλανού μου στο ψυχιατρείο. Η αφίσα των This Is Past στη βιτρίνα του μαγαζιού, μάλλον για ένα καινούριο άλμπουμ με τον τίτλο “Μισανθρωπία”. Η μισανθρωπία που ένιωθα ο ίδιος μετά από όσα είχα περάσει. Το βλέμμα αναγνώρισης στα μάτια του πατέρα της...
Έλαβες κι εσύ την κασέτα;”

Έχω κάποιες απαντήσεις. Μου λείπουν, όμως, ακόμα, κάποιες ερωτήσεις· ίσως οι πιο σημαντικές. Η Νατάσα προσπαθεί να μου πει πράγματα με εικόνες που φτιάχνει στον υπολογιστή αλλά αυτά που θέλει εναγωνίως να μου πει δε μπορώ ακόμα να τα καταλάβω. Έχω ακόμα δρόμο για να διώξω το κακό και να μας σώσω. Ο κακός γέρος παραμονεύει. Αλλά αυτή τη φορά, δεν είμαι μόνος.